„παγωτό“: ουδέτερο παγωτό [paɣoˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Eis (Speise-)Eisουδέτερο | Neutrum, sächlich n παγωτό παγωτό esempi παγωτό βανίλια Vanilleeisουδέτερο | Neutrum, sächlich n παγωτό βανίλια παγωτό ξυλάκι Eisουδέτερο | Neutrum, sächlich n am Stiel παγωτό ξυλάκι παγωτό μηχανής Softeisουδέτερο | Neutrum, sächlich n παγωτό μηχανής παγωτό χωνάκι Eisουδέτερο | Neutrum, sächlich n in der Waffel παγωτό χωνάκι nascondi gli esempimostra più esempi