„παγωμένος“ παγωμένος [paɣoˈmenos], παγωμένη, παγωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) gefroren, vereist, eiskalt, eisig, frostig., gekühlt gefroren παγωμένος υγρό, έδαφος παγωμένος υγρό, έδαφος vereist παγωμένος δρόμος παγωμένος δρόμος eiskalt παγωμένος τελείως κρύος παγωμένος τελείως κρύος (eis)gekühlt παγωμένος για αναψυκτικό παγωμένος για αναψυκτικό eisig, frostig. παγωμένος παγερός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ παγωμένος παγερός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ esempi Παγωμένη Θάλασσαθηλυκό | Femininum, weiblich f Eismeerουδέτερο | Neutrum, sächlich n Παγωμένη Θάλασσαθηλυκό | Femininum, weiblich f παγωμένο νερόουδέτερο | Neutrum, sächlich n Eiswasserουδέτερο | Neutrum, sächlich n παγωμένο νερόουδέτερο | Neutrum, sächlich n παγωμένο τσάιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Eisteeαρσενικό | Maskulinum, männlich m παγωμένο τσάιουδέτερο | Neutrum, sächlich n