„πέσιμο“: ουδέτερο πέσιμο [ˈpesimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Sturz, Fall Sturzαρσενικό | Maskulinum, männlich m πέσιμο πτώση Fallαρσενικό | Maskulinum, männlich m πέσιμο πτώση πέσιμο πτώση