πέρασμα
[ˈperazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Durchgangαρσενικό | Maskulinum, männlich mπέρασμα πράξη, μέροςπέρασμα πράξη, μέρος
- Durchfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich fπέρασμα με/για όχημαπέρασμα με/για όχημα
- Gebirgspassαρσενικό | Maskulinum, männlich mπέρασμα σε βουνόπέρασμα σε βουνό
- Überquerungθηλυκό | Femininum, weiblich fπέρασμα διάσχισηπέρασμα διάσχιση
- Übergangαρσενικό | Maskulinum, männlich mπέρασμα βουνήσιοπέρασμα βουνήσιο
- Furtθηλυκό | Femininum, weiblich fπέρασμα μέρος που κάποιος διασχίζει ποτάμιπέρασμα μέρος που κάποιος διασχίζει ποτάμι
esempi
- πέρασμα αγριμιώνWildwechselαρσενικό | Maskulinum, männlich m