πάτος
[ˈpatos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Grundαρσενικό | Maskulinum, männlich mπάτος μπουκαλιού, θάλασσαςBodenαρσενικό | Maskulinum, männlich mπάτος μπουκαλιού, θάλασσαςπάτος μπουκαλιού, θάλασσας
- Schuheinlageθηλυκό | Femininum, weiblich fπάτος παπουτσιώνπάτος παπουτσιών
- Sohleθηλυκό | Femininum, weiblich fπάτος σόλαπάτος σόλα
esempi
- πάτος κοιλάδαςTalsohleθηλυκό | Femininum, weiblich f