ορθοπαιδικός
[orθopeðiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ορθοπαιδική, ορθοπαιδικόPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- orthopädischορθοπαιδικόςορθοπαιδικός
ορθοπαιδικός
[orθopeðiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Orthopädeαρσενικό | Maskulinum, männlich mορθοπαιδικόςOrthopädinθηλυκό | Femininum, weiblich fορθοπαιδικόςορθοπαιδικός