„Ορέστης“: αρσενικό Ορέστης [oˈrestis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Orest Orestαρσενικό | Maskulinum, männlich m Ορέστης μυθολογία | Mythologieμυθ Ορέστης μυθολογία | Mythologieμυθ