„οπή“: θηλυκό οπή [oˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Loch, Öffnung Lochουδέτερο | Neutrum, sächlich n οπή Öffnungθηλυκό | Femininum, weiblich f οπή οπή esempi οπή γεώτρησης Bohrlochουδέτερο | Neutrum, sächlich n οπή γεώτρησης οπή παρατήρησης Gucklochουδέτερο | Neutrum, sächlich n οπή παρατήρησης οπή πετρελαιοπηγής Ölbohrlochουδέτερο | Neutrum, sächlich n Bohrlochουδέτερο | Neutrum, sächlich n οπή πετρελαιοπηγής οπή σφαίρας Einschusslochουδέτερο | Neutrum, sächlich n Einschussstelleθηλυκό | Femininum, weiblich f οπή σφαίρας nascondi gli esempimostra più esempi