ομότιμος
[oˈmotimos], ομότιμη, ομότιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- gleichrangigομότιμοςομότιμος
- emeritiertομότιμος καθηγητήςομότιμος καθηγητής