„οικείος“ οικείος [iˈkjios], οικεία, οικείοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) vertraut, familiär, intim vertraut, familiär οικείος γνώριμος οικείος γνώριμος intim οικείος σεξουαλικά οικείος σεξουαλικά esempi οικείος τρόποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Koseformθηλυκό | Femininum, weiblich f οικείος τρόποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m