„οβολός“: αρσενικό οβολός [ovoˈlos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Obolus Obolusαρσενικό | Maskulinum, männlich m οβολός μυθολογία | Mythologieμυθ οβολός μυθολογία | Mythologieμυθ