„ξύνω“: μεταβατικό ρήμα ξύνω [ˈksino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα/-στηκα; -σμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) kratzen, schaben, abkratzen, rubbeln, streifen, spitzen kratzen ξύνω χέρι, κεφάλι ξύνω χέρι, κεφάλι schaben, abkratzen ξύνω τρίβω ξύνω τρίβω rubbeln ξύνω ξυστό ξύνω ξυστό (an)spitzen ξύνω μολύβι ξύνω μολύβι streifen ξύνω περνώ πολύ κοντά ξύνω περνώ πολύ κοντά esempi τα ξύνω οικείο | umgangssprachlichοικ rein gar nichts machen τα ξύνω οικείο | umgangssprachlichοικ