„ξυλοδαρμός“: αρσενικό ξυλοδαρμός [ksiloðarˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Prügel, Prügelei Prügelπληθυντικός | Plural pl ξυλοδαρμός Prügeleiθηλυκό | Femininum, weiblich f ξυλοδαρμός ξυλοδαρμός