„ξινός“ ξινός [ksiˈnos], ξινή, ξινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sauer, herb sauer ξινός ξινός herb ξινός στυφός ξινός στυφός esempi ξινή κρέμαθηλυκό | Femininum, weiblich f Sauerrahmαρσενικό | Maskulinum, männlich m Schmandαρσενικό | Maskulinum, männlich m ξινή κρέμαθηλυκό | Femininum, weiblich f