ξεφλουδίζω
[ksefluˈðizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- häuten, (ab)schälenξεφλουδίζω πατάτες, μήλαξεφλουδίζω πατάτες, μήλα
- (ab)pellenξεφλουδίζω πατάτεςξεφλουδίζω πατάτες
- enthäutenξεφλουδίζω κρεμμύδιαξεφλουδίζω κρεμμύδια
ξεφλουδίζω
[ksefluˈðizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- abblätternξεφλουδίζωξεφλουδίζω
- sich schälenξεφλουδίζω δέρμα, πλάτηξεφλουδίζω δέρμα, πλάτη