ξεγυμνώνω
[ksejiˈmnono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- entblößenξεγυμνώνωξεγυμνώνω
- ausplündern, schröpfenξεγυμνώνω ληστεύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφξεγυμνώνω ληστεύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- aufdeckenξεγυμνώνω ξεσκεπάζω ελαττώματα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφξεγυμνώνω ξεσκεπάζω ελαττώματα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ