„ξαναμμένος“ ξαναμμένος [ksanaˈmenos], ξαναμμένη, ξαναμμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) hitzig, überreizt hitzig ξαναμμένος ξαναμμένος überreizt ξαναμμένος υπερενθουσιασμένος ξαναμμένος υπερενθουσιασμένος