„ντόρος“: αρσενικό ντόρος [ˈdoros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Lärm Lärmαρσενικό | Maskulinum, männlich m ντόρος ντόρος esempi κάνω ντόρο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Staub aufwirbeln κάνω ντόρο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ