νοτιοανατολικός
[notioanatoliˈkos], νοτιοανατολική, νοτιοανατολικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- südöstlichνοτιοανατολικόςνοτιοανατολικός
esempi
- Νοτιοανατολική Ασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fSüdostasienουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- Νοτιοανατολική Ευρώπηθηλυκό | Femininum, weiblich fSüdosteuropaουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- νοτιοανατολικός άνεμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSüdostwindαρσενικό | Maskulinum, männlich m