νομοθεσία
[nomoθeˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Gesetzgebungθηλυκό | Femininum, weiblich fνομοθεσίανομοθεσία
esempi
- νομοθεσία ναρκωτικών ουσιώνBetäubungsmittelgesetzουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- νομοθεσία ρύθμισης ωραρίου καταστημάτωνLadenschlussgesetzουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- νομοθεσία τροφίμωνLebensmittelgesetzουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi