„μπατάρισμα“: ουδέτερο μπατάρισμα [baˈtarizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Geschaukel Geschaukelουδέτερο | Neutrum, sächlich n μπατάρισμα μπατάρισμα