μπακαλιάρος
[bakaˈʎaros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Kabeljauαρσενικό | Maskulinum, männlich mμπακαλιάρος αλατισμένοςμπακαλιάρος αλατισμένος
esempi
- ξερός μπακαλιάροςStockfischαρσενικό | Maskulinum, männlich m