„μονόζυγο“: ουδέτερο μονόζυγο [moˈnoziɣo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Reck Reckουδέτερο | Neutrum, sächlich n μονόζυγο αθλητισμός | Sportαθλ μονόζυγο αθλητισμός | Sportαθλ