μονομέρεια
[monoˈmeria]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Einseitigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fμονομέρεια απόψεωνVoreingenommenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fμονομέρεια απόψεωνμονομέρεια απόψεων