„μισοκλείνω“: μεταβατικό ρήμα μισοκλείνω [misoˈklino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -μένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) anlehnen anlehnen μισοκλείνω πόρτα, παράθυρο μισοκλείνω πόρτα, παράθυρο