μικροπρεπής
[mikropreˈpis], μικροπρεπής, μικροπρεπέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- kleinlichμικροπρεπήςμικροπρεπής
- niederträchtigμικροπρεπής κακόβουλοςμικροπρεπής κακόβουλος