μετρίαση
[meˈtriasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f, μετριασμός [metriazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Mäßigungθηλυκό | Femininum, weiblich fμετρίαση γενMinderungθηλυκό | Femininum, weiblich fμετρίαση γενμετρίαση γεν
- Herabsetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fμετρίαση ελάττωσημετρίαση ελάττωση
- Linderungθηλυκό | Femininum, weiblich fμετρίαση πόνουμετρίαση πόνου
- Dämpfungθηλυκό | Femininum, weiblich fμετρίαση ελάττωση της έντασης, της οξύτηταςμετρίαση ελάττωση της έντασης, της οξύτητας