„μεταχειρισμένος“ μεταχειρισμένος [metaçirizˈmenos], μεταχειρισμένη, μεταχειρισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) gebraucht, aus zweiter Hand gebraucht, aus zweiter Hand μεταχειρισμένος μεταχειρισμένος esempi μεταχειρισμένα αντικείμεναπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Gebrauchtwarenπληθυντικός | Plural pl μεταχειρισμένα αντικείμεναπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl μεταχειρισμένο αυτοκίνητοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Gebrauchtwagenαρσενικό | Maskulinum, männlich m μεταχειρισμένο αυτοκίνητοουδέτερο | Neutrum, sächlich n