„μεταπείθω“: μεταβατικό ρήμα μεταπείθω [metaˈpiθo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <έπεισα; -στηκα> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) umstimmen umstimmen μεταπείθω μεταπείθω