„μεταμελημένος“ μεταμελημένος [metameliˈmenos], μεταμελημένη, μεταμελημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) reumütig reumütig μεταμελημένος μεταμελημένος