μελόδραμα
[meˈloðrama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Melodramουδέτερο | Neutrum, sächlich nμελόδραμαμελόδραμα
- Operθηλυκό | Femininum, weiblich fμελόδραμα όπεραμελόδραμα όπερα