μειώνω
[miˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- reduzieren, verringern, (ver)mindernμειώνω λιγοστεύωμειώνω λιγοστεύω
- μειώνω κατεβάζω
- kürzenμειώνω έξοδαμειώνω έξοδα
- ermäßigenμειώνω τιμήμειώνω τιμή
- demütigenμειώνω προσβάλλω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφμειώνω προσβάλλω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- herabsetzenμειώνω υποτιμώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφμειώνω υποτιμώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- steuerminderndμειώνωμειώνω