μεθοριακός
[meθoriaˈkos], μεθοριακή, μεθοριακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- μεθοριακή εργαζόμενηθηλυκό | Femininum, weiblich fGrenzgängerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μεθοριακή ζώνηθηλυκό | Femininum, weiblich fGrenzbereichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μεθοριακή σύγκρουσηθηλυκό | Femininum, weiblich fGrenzkonfliktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
nascondi gli esempimostra più esempi