μαρτύριο
[marˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Martyriumουδέτερο | Neutrum, sächlich nμαρτύριομαρτύριο
- Qualθηλυκό | Femininum, weiblich fμαρτύριο βάσανο, ταλαιπωρία μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφTorturθηλυκό | Femininum, weiblich fμαρτύριο βάσανο, ταλαιπωρία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφμαρτύριο βάσανο, ταλαιπωρία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ