„μαραίνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα μαραίνομαι [maˈrenome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) verwelken, eingehen, welk werden, verblühen, verwelken verwelken, eingehen μαραίνομαι φυτό μαραίνομαι φυτό welk werden μαραίνομαι δέρμα, πρόσωπο μαραίνομαι δέρμα, πρόσωπο verblühen, verwelken μαραίνομαι ομορφιά μαραίνομαι ομορφιά