„μαγευτικός“ μαγευτικός [majeftiˈkos], μαγευτική, μαγευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) zauberhaft zauberhaft μαγευτικός μαγευτικός