„μήκος“: ουδέτερο μήκος [ˈmikos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Länge Längeθηλυκό | Femininum, weiblich f μήκος μήκος esempi τι ή πόσο μήκος έχει; wie lang ist es? τι ή πόσο μήκος έχει; κατά μήκος entlang (+γενική | +Genitiv+gen /+γενική | +Genitiv +gen) (+γενική | +Genitiv+gen /+γενική | +Genitiv +gen) κατά μήκος κατά μήκος του δρόμου entlang der Straße, die Straße entlang κατά μήκος του δρόμου γεωγραφικό μήκος geografische Längeθηλυκό | Femininum, weiblich f γεωγραφικό μήκος κατά μήκος άξοναςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Längsachseθηλυκό | Femininum, weiblich f κατά μήκος άξοναςαρσενικό | Maskulinum, männlich m μήκος κύματος Wellenlängeθηλυκό | Femininum, weiblich f μήκος κύματος εκπέμπουμε στο ίδιο μήκος κύματος οικείο | umgangssprachlichοικ wir liegen auf der gleichen Wellenlänge εκπέμπουμε στο ίδιο μήκος κύματος οικείο | umgangssprachlichοικ μήκος πέδησης Bremswegαρσενικό | Maskulinum, männlich m μήκος πέδησης μήκος πλευράς Seitenlängeθηλυκό | Femininum, weiblich f μήκος πλευράς μήκος σώματος Körperlängeθηλυκό | Femininum, weiblich f μήκος σώματος nascondi gli esempimostra più esempi