μέγεθος
[ˈmejeθos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Größeθηλυκό | Femininum, weiblich fμέγεθος κ. ρούχουμέγεθος κ. ρούχου
- Umfangαρσενικό | Maskulinum, männlich mμέγεθος προβλήματοςAusmaßουδέτερο | Neutrum, sächlich nμέγεθος προβλήματοςμέγεθος προβλήματος
- Schwereθηλυκό | Femininum, weiblich fμέγεθος ενοχής, φταιξίματοςμέγεθος ενοχής, φταιξίματος
- Formatουδέτερο | Neutrum, sächlich nμέγεθος βαθμός σπουδαιότηταςμέγεθος βαθμός σπουδαιότητας
esempi
- σε μεγάλο μέγεθοςim Großformat
- σε μικρό μέγεθοςin Kleinformat
- στο μέγεθος A4im DIN®-A4-Format
nascondi gli esempimostra più esempi