„μάγια“: πληθυντικός ουδετέρου μάγια [ˈmaja]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Zauber, Zauberei Zauberαρσενικό | Maskulinum, männlich m μάγια Zaubereiθηλυκό | Femininum, weiblich f μάγια μάγια esempi κάνω μάγια zaubern κάνω μάγια κάνω μάγια σε κάποιον einen Zauber über jemanden aussprechen κάνω μάγια σε κάποιον