„λύνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα λύνομαι [ˈlinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sich lösen sich lösen λύνομαι λύνομαι esempi λύθηκαν τα γόνατά μου από … mir schlotterten die Knie vor … λύθηκαν τα γόνατά μου από …