λεξικό
[leksiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Wörterbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich nλεξικό μιας γλώσσαςλεξικό μιας γλώσσας
- Lexikonουδέτερο | Neutrum, sächlich nλεξικό εγκυκλοπαίδειαλεξικό εγκυκλοπαίδεια
esempi
- λεξικό ειδικής ορολογίαςFachwörterbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- λεξικό ορισμώνBedeutungswörterbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- λεξικό προφοράςAussprachewörterbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi