„λατρεία“: θηλυκό λατρεία [laˈtria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Verehrung, Liebe Verehrungθηλυκό | Femininum, weiblich f λατρεία απότιση τιμής λατρεία απότιση τιμής Liebeθηλυκό | Femininum, weiblich f λατρεία αγάπη λατρεία αγάπη