λασκάρω
[lasˈkaro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-α/-ισα; -ισμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich lockernλασκάρω η βίδα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφλασκάρω η βίδα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- locker werdenλασκάρω γίνομαι λιγότερο κουραστικόςλασκάρω γίνομαι λιγότερο κουραστικός
- nachlassenλασκάρω χάνω σε έντασηλασκάρω χάνω σε ένταση