„λαμπρότητα“: θηλυκό λαμπρότητα [lamˈbrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Glanz Glanzαρσενικό | Maskulinum, männlich m λαμπρότητα λαμπρότητα