λαδώνω
[laˈðono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- ölenλαδώνω επαλείφω με λάδιλαδώνω επαλείφω με λάδι
- λαδώνω τεχνική | Technikτεχν λιπαίνω
- mit Öl verschmierenλαδώνω λερώνω με λάδιλαδώνω λερώνω με λάδι
- λαδώνω δωροδοκώ οικείο | umgangssprachlichοικ