„κόκκαλο“: ουδέτερο κόκκαλο [ˈkokalo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Knochen, Gräte Knochenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κόκκαλο κόκκαλο (Fisch-)Gräteθηλυκό | Femininum, weiblich f κόκκαλο ψαριού κόκκαλο ψαριού esempi μένω κόκκαλο erstarren μένω κόκκαλο