κυριολεκτικός
[kjiriolektiˈkos], κυριολεκτική, κυριολεκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- eigentlich, wörtlich, buchstäblichκυριολεκτικόςκυριολεκτικός