κυλικείο
[kjiliˈkjio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Cafeteriaθηλυκό | Femininum, weiblich fκυλικείο σνθ σε δημόσιο κτήριοBarθηλυκό | Femininum, weiblich fκυλικείο σνθ σε δημόσιο κτήριοKantineθηλυκό | Femininum, weiblich fκυλικείο σνθ σε δημόσιο κτήριοκυλικείο σνθ σε δημόσιο κτήριο
esempi
- κυλικείο σιδηροδρομικού σταθμούBahnhofsgaststätteθηλυκό | Femininum, weiblich f