κυβερνητικός
[kjivernitiˈkos], κυβερνητική, κυβερνητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- κυβερνητικές επιχειρήσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplRegierungsgeschäfteπληθυντικός | Plural pl
- κυβερνητική έδραθηλυκό | Femininum, weiblich fRegierungssitzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κυβερνητική εκπρόσωποςθηλυκό | Femininum, weiblich fRegierungssprecherinθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi