κτύπημα
[ˈktipima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Schlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mκτύπημα γεν, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκτύπημα γεν, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Hiebαρσενικό | Maskulinum, männlich mκτύπημα τραύμακτύπημα τραύμα
- Stoßαρσενικό | Maskulinum, männlich mκτύπημα σπρώξιμοκτύπημα σπρώξιμο
- Aufprallαρσενικό | Maskulinum, männlich mκτύπημα στο πέφτονταςκτύπημα στο πέφτοντας
- Schlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mκτύπημα συμφοράκτύπημα συμφορά